urban

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

urban < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική urbain < λατινική urbanus < urbs

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɜːbən/ (βρετανικό)

Επίθετο[επεξεργασία]

urban (en)

  • αστικός
    Urban areas usually have a large population.
    Οι αστικές περιοχές συνήθως έχουν μεγάλο πληθυσμό.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]