utożsamiać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌutɔʃˈsãmʲjäʨ̑/
Ρήμα[επεξεργασία]
utożsamiać (pl) (μη τετελεσμένο),(τετελεσμένο utożsamić)
utożsamiać (pl) (μη τετελεσμένο),(τετελεσμένο utożsamić)