vallahi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vallahi < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική والله (vallâhi, μα το θεό!, ειλικρινά, στ' αλήθεια) < αραβική وَٱللّٰهِ (wa-l-lāhi, μα το θεό!, αλήθεια;)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

vallahi (tr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

νέα ελληνικά: