voluntarily

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός voluntarily
συγκριτικός more voluntarily
υπερθετικός most voluntarily

Ετυμολογία [επεξεργασία]

voluntarily < voluntary + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

voluntarily (en)

  1. εκούσια, εθελοντικά, χωρίς να αναγκαστεί
    They left voluntarily.
    Αποχώρησαν εκούσια.
    They voluntarily agreed to emissions reductions.
    Συμφώνησαν εθελοντικά σε μειώσεις εκπομπών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
  2. εθελοντικά, χωρίς πληρωμή
    They voluntarily provide their services to their neighbors.
    Παρέχουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στους γείτονές τους.

Πηγές[επεξεργασία]