vul in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

vul in (nl)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος invullen
  2. 2ο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ρήματος invullen