welfare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

welfare < μέση αγγλική welefare, πιθανόν αγγλοσαξονικής προέλευσης. Μορφολογικά αναλύεται σε wel(l) + fare.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

welfare (en)

  1. η ευημερία, η γενική υγεία, την ευτυχία και την ασφάλεια ενός ατόμου, ενός ζώου ή μιας ομάδας
    They work for the welfare of the state.
    Εργάζονται για την ευημερία του έθνους.
  2. η πρόνοια, η μέριμνα, η πρακτική ή οικονομική βοήθεια που παρέχεται, κατά κανόνα από το κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες, σε ανθρώπους ή ζώα που τη χρειάζονται
    state welfare for earthquake victims - η κρατική πρόνοια για τους σεισμοπαθείς
    welfare ministry/services - υπουργείο/υπηρεσίες πρόνοιας
    Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
    Η κοινωνική πρόνοια/μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.
    Social welfare depends as much on the size of the national income as on the method of distribution.
    Η κοινωνική ευημερία εξαρτάται τόσο από το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος όσο και από τον τρόπο κατανομής του.

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]