well connected

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός well connected
συγκριτικός more well connected
υπερθετικός most well connected

Ετυμολογία [επεξεργασία]

well connected < → δείτε τις λέξεις well και connected

Επίθετο[επεξεργασία]

well connected (en)

  • ανήκω σε καλή οικογένεια, για ένα άτομο που έχει σημαντικούς ή πλούσιους φίλους ή συγγενείς
    He is well connected.
    Ανήκει σε καλή οικογένεια.

Πηγές[επεξεργασία]