whatsoever
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
whatsoever (en) (χωρίς παραθετικά)
- απολύτως
- ↪ He had no reason whatsoever for going.
- Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πάει.
- ↪ There is no doubt whatsoever about it.
- Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία γι' αυτό.
- ↪ He had no reason whatsoever for going.