when it comes to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
when it comes to (en)
- (ιδιωματισμός) όταν πρόκειται να, που αφορά ένα θέμα κάτι
- ↪ When it comes to helping, he says that…
- Όταν πρόκειται να βοηθήσει λέει ότι…
- ↪ When it comes to helping, he says that…