wieder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

wieder (de)

  1. πάλι
  2. ξανά
    ich komme morgen wieder - ξανάρχομαι αύριο / γυρίζω αύριο