wodór
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]wodór < woda
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wodór (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: υδρογόνο
wodór < woda
wodór (pl) αρσενικό