wydawnictwo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌvɨdavʲˈɲit͡s̑tfɔ/
- ⓘ
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wydawnictwo (pl) < wydawać (pl)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wydawnictwo (pl) ουδέτερο
- οι "εκδόσεις", ο εκδοτικός οίκος
- η έκδοση (βιβλίο ή άλλο εκδοθέν έντυπο εκδοτικού οίκου)
- kupiłem bardzo ładne kolorowe wydawnictwo na temat papug - αγόρασα μια πάρα πολύ ωραία έγχρωμη έκδοση για τους παπαγάλους
- ≈ συνώνυμα:
- publikacja