zmiana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
zmiana < zmieniać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
zmiana (pl) θηλυκό
- η αλλαγή
zmiana < zmieniać
zmiana (pl) θηλυκό