zwingen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zwingen (de) jdn. (παρατατικός: zwang, μετοχή παρακειμένου: gezwungen)
- Du kannst mich nicht dazu zwingen! - Δεν μπορείς να με αναγκάσεις σ' αυτό!