Άβαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άβαρος | οι | Άβαροι |
γενική | του | Αβάρου & Άβαρου |
των | Αβάρων |
αιτιατική | τον | Άβαρο | τους | Αβάρους & Άβαρους |
κλητική | Άβαρε | Άβαροι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Άβαρος < μεσαιωνική ελληνική Ἄβαρος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Άβαρος αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό: Άβαροι)
- μέλος νομαδικού λαού της Ευρασίας, που εμφανίστηκε στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη κατά τον 6ο αιώνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Άβαροι στη Βικιπαίδεια