Βάγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βάγια, Βαγία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βάγια οι Βάγιες
      γενική της Βάγιας
    αιτιατική τη Βάγια τις Βάγιες
     κλητική Βάγια Βάγιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Βάγια < Βάια (με επίδραση της λέξης βάγια)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Βάγια θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]