Εγγλεζέλλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Εγγλεζέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Εγγλεζέλλης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Εγγλεζέλλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Εγγλεζέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Εγγλεζέλλης