Λένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λένα | οι | Λένες |
γενική | της | Λένας | — | |
αιτιατική | τη | Λένα | τις | Λένες |
κλητική | Λένα | Λένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λένα < υποκοριστικό του Ελένη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λένα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Λένα
|