Νάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νάτος | οι | Νάτοι |
γενική | του | Νάτου | των | Νάτων |
αιτιατική | τον | Νάτο | τους | Νάτους |
κλητική | Νάτο & Νάτε |
Νάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Νάτος αρσενικό (θηλυκό Νάτου)