Νέα Υόρκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νέα Υόρκη
      γενική της Νέας Υόρκης
    αιτιατική τη Νέα Υόρκη
     κλητική Νέα Υόρκη
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Νέα Υόρκη < (άμεσο δάνειο) αγγλική New York, → δείτε τις λέξεις νέος και Υόρκη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈne.a iˈoɾ.ci/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Νέα Υόρκη θηλυκό

  1. πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με πρωτεύουσα το Albany
  2. πόλη των ΗΠΑ, η μεγαλύτερη της ομώνυμης πολιτείας

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]