ΠΓΕ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ΠΓΕ < : Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης
- ΠΓΕ < : Πιστοποιητικό Γενικής Επιθεώρησης
- ΠΓΕ < : Παναχαϊκή Γυμναστική Ένωση
Συντομομορφή
[επεξεργασία]- Π.Γ.Ε. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- ευρωπαϊκός κοινοτικός όρος πιστοποίησης προϊόντος ή προϊόντων αγροτικών ή κτηνοτροφικών και ποικιλιών αυτών
- Π.Γ.Ε. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο
- πιστοποιητικό αξιοπλοΐας που εφοδιάζονται τα πλοία μετά από επιθεώρηση
- Π.Γ.Ε. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- ομάδα ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης κ.α. η οποία ιδρύθηκε το 1891 στην Πάτρα
- → δείτε
ΠΓΕ στη Βικιπαίδεια