Ράμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ράμμα < γενική ενικού του αρσενικού Ράμμας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ράμ‐μα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ράμμα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Ράμμα αρσενικό