έγκλεισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈeŋ.ɡli.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐γκλει‐σμα
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έγ‐κλει‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έγκλεισμα ουδέτερο
- (γεωλογία) ξένο μικροσκοπικό σώμα σε διάφορες μορφές (στερεή, υγρή, αέρια) που έχει εγκλειστεί / εγκλωβιστεί σε κρυστάλλους ορυκτών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έγ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)