ίνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίνωση | οι | ινώσεις |
γενική | της | ίνωσης* | των | ινώσεων |
αιτιατική | την | ίνωση | τις | ινώσεις |
κλητική | ίνωση | ινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίνωση < ίνα + -ωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibrose)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίνωση θηλυκό
- (ιατρική) η υπερπλασία ενός ινώδους ιστού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)