ίσκιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίσκιος οι ίσκιοι
      γενική του ίσκιου των ίσκιων
    αιτιατική τον ίσκιο τους ίσκιους
     κλητική ίσκιε ίσκιοι
Προφέρεται με συνίζηση (σαν παροξύτονο) ενώ γράφεται σαν προπαροξύτονο.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ίσκιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἥσκιος < αρχαία ελληνική σκιά (παραβάλετε με το αρχαία ελληνική ἰσκιερός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.scos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐σκιος
παρώνυμο: ίσιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίσκιος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • ήσκιος (ετυμολογική γραφή, κατά τα μεσαιωνικά) [1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)