ίσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσο τα ίσα
      γενική του ίσου των ίσων
    αιτιατική το ίσο τα ίσα
     κλητική ίσο ίσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ίσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίσο ουδέτερο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

κρατάω το ίσο

  1. (κυριολεκτικά) τραγουδώ τον ήχο του ίσου ψέλνοντας
  2. (μεταφορικά) συμφωνώ συνεχώς

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ίσο