ίσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίσο | τα | ίσα |
γενική | του | ίσου | των | ίσων |
αιτιατική | το | ίσο | τα | ίσα |
κλητική | ίσο | ίσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίσο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίσο ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική) ένας βασικός, συνεχής τόνος που συνοδεύει την κύρια μελωδία στη βυζαντινή μουσική
Εκφράσεις
[επεξεργασία]κρατάω το ίσο
- (κυριολεκτικά) τραγουδώ τον ήχο του ίσου ψέλνοντας
- (μεταφορικά) συμφωνώ συνεχώς
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίσο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ίσο