αίδεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αίδεση | οι | αιδέσεις |
γενική | της | αίδεσης* | των | αιδέσεων |
αιτιατική | την | αίδεση | τις | αιδέσεις |
κλητική | αίδεση | αιδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αίδεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αίδεση θηλυκό
- όρος του αρχαίου Αττικού Δικαίου. Όταν το Παλλάδιο δικαστήριο, αρμόδιο για την εκδίκαση ακούσιων φόνων, επέβαλλε στον καταδικαζόμενο, ακούσιο φονέα, πρόσκαιρη εξορία, ήταν δυνατή η συγχώρησή του από τους συγγενείς του θύματος, η οποία ονομαζόταν αίδεση και είχε αποτέλεσμα μετριασμό της ποινής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αίδεση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αίδεση
|