αβανταδόρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβανταδόρισσα < αβανταδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβανταδόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του αβανταδόρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αβανταδόρος
αβανταδόρισσα
|