αβαρεσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβαρεσιά | οι | αβαρεσιές |
γενική | της | αβαρεσιάς | των | αβαρεσιών |
αιτιατική | την | αβαρεσιά | τις | αβαρεσιές |
κλητική | αβαρεσιά | αβαρεσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβαρεσιά < αβάρετος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβαρεσιά θηλυκό
- προθυμία για εργασία, «αβαρεσιά που την έχεις να τρέχεις για τις δουλειές του!»
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβαρεσιά
|