αβαριάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβαριάτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική avariato < avaria (αβαρία)
Προφορά
[επεξεργασία]- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]αβαριάτος, -η, -ο
- εμπόρευμα προερχόμενο από ζημία (αβαρία)
- φθορά ή αλλοίωση από μη ενδεδειγμένη χρήση
- (μεταφορικά) ατημέλητος, ασουλούπωτος