αβασταγό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβασταγό τα αβασταγά
      γενική του αβασταγού των αβασταγών
    αιτιατική το αβασταγό τα αβασταγά
     κλητική αβασταγό αβασταγά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβασταγό < α προτακτικό + βασταγό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβασταγό ουδέτερο

  1. το υποζύγιο
  2. το ζώο που το φορτώνουν για μεταφορά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]