αβασταγό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβασταγό | τα | αβασταγά |
γενική | του | αβασταγού | των | αβασταγών |
αιτιατική | το | αβασταγό | τα | αβασταγά |
κλητική | αβασταγό | αβασταγά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβασταγό ουδέτερο
- το υποζύγιο
- το ζώο που το φορτώνουν για μεταφορά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβασταγό
|