αβγοδάρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/5/55/Schneebesen1.jpg/220px-Schneebesen1.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβγοδάρτης αρσενικό
- (νεολογισμός, κουζινικά) εργαλείο κουζίνας με το οποίο χτυπάμε αβγά ή τα ανακατεύουμε με κάτι άλλο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- και με την γραφή αυγοδάρτης (βλ. γραφή του 'αβγό')
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Σημείωση: Οι λέξεις όπως εμφανίζονται σε καταλόγους πωλήσεων, το 2018.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Κουζινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)