αβγοκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vɣo.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγο‐κομ‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]αβγοκομμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αβγοκόβω
- ↪ του αρέσει η σούπα μόνο όταν είναι αβγοκομμένη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβγοκομμένος
|