αβγουλομάτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβγουλομάτης οι αβγουλομάτηδες
      γενική του αβγουλομάτη των αβγουλομάτηδων
    αιτιατική τον αβγουλομάτη τους αβγουλομάτηδες
     κλητική αβγουλομάτη αβγουλομάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβγουλομάτης < αβγούλ(ι) + -ο- + -μάτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβγουλομάτης αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]