αποσύνδεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποσύνθεση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποσύνδεση οι αποσυνδέσεις
      γενική της αποσύνδεσης* των αποσυνδέσεων
    αιτιατική την αποσύνδεση τις αποσυνδέσεις
     κλητική αποσύνδεση αποσυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσύνδεση < απο- + σύνδεση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.poˈsin.ðe.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αποσύνδεση θηλυκό

  1. ο διαχωρισμός στοιχείων που ήταν πριν συνδεδεμένα
    Η αποσύνδεση του ασθενή από το τεχνητό νεφρό ήταν επιτυχής
  2. (πληροφορική) η διακοπή της σύνδεσης με άλλον υπολογιστή

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]