βάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βάνα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάνα οι βάνες
      γενική της βάνας των βανών
    αιτιατική τη βάνα τις βάνες
     κλητική βάνα βάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vanne + < λατινική vannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wē- (λιχνίζω, αλωνίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐να

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάνα θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]