βάνδαλου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βάνδαλου, Βανδάλου, βανδάλου

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

βάνδαλου αρσενικό