βάρσαμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάρσαμο < ελληνιστική (καθαρεύουσα) βάλσαμον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάρσαμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]