βάλσαμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάλσαμο τα βάλσαμα
      γενική του βάλσαμου των βάλσαμων
    αιτιατική το βάλσαμο τα βάλσαμα
     κλητική βάλσαμο βάλσαμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάλσαμο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάλσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάλσαμο ουδέτερο

  1. (βότανο) το ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν (Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae) (είδος: Υπερικόν το διάτρητον / Hypericum perforatum)
     συνώνυμα: βαλσαμόχορτο, σπαθόχορτο
  2. (φαρμακευτική) η φυτική ελαιώδης και ρητινώδης ουσία με φαρμακευτικές ή αρωματικές ιδιότητες για ανάλογες χρήσεις

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]