βάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βατός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈva.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐τος
τονικό παρώνυμο: βατός

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο βάτος οι βάτοι τα βάτα
      γενική του βάτου των βάτων των βάτων
    αιτιατική τον βάτο τους βάτους τα βάτα
     κλητική βάτε βάτοι βάτα
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάτος (θηλυκό για το θάμνο, επίσης αρσενικό για ένα είδος σαλαχιού). Συγκρίνετε με το θηλυκό βάτος.
Βάτος του είδους Rubus crataegifolius.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • και Βατ-, Βατο- (σύνθετα ταξινομικών όρων βοτανικής)

διαλεκτικά:

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

αρχαία ελληνική:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάτος οι βάτοι
      γενική του βάτου των βάτων
    αιτιατική τον βάτο τους βάτους
     κλητική βάτε βάτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάτος οι βάτοι
      γενική της βάτου των βάτων
    αιτιατική τη βάτο τις βάτους
     κλητική βάτε βάτοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάτος (θηλυκό για το θάμνο). Συγκρίνετε με το αρσενικό βάτος.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]




Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βάτος (αρσενικό και θηλυκό στις ίδιες σημασίες)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτος αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δε σχετίζεται το βαττολογῶ, ούτε ο δυσβατότοπος (δυσβατό-τοπος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτος αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
βάτος < αβέβαιης ετυμολογίας, μάλλον Πρότυπο:μεσογειακό δάνειο. Πιθανόν συνδέεται με το μαντία και τo συγγενικό στην αλβανική man.
Δε σχετίζονται: Βατίεια, Βάτεια (ιλλυρικής προέλεσυης), ούτε τα παράγωγα όπως βατήρ του βατεύω < βαίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτος αἱ βάτοι
      γενική τῆς βάτου τῶν βάτων
      δοτική τῇ βάτ ταῖς βάτοις
    αιτιατική τὴν βάτον τὰς βάτους
     κλητική ! βάτε βάτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάτω
γεν-δοτ τοῖν  βάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάτος οἱ βάτοι
      γενική τοῦ βάτου τῶν βάτων
      δοτική τῷ βάτ τοῖς βάτοις
    αιτιατική τὸν βάτον τοὺς βάτους
     κλητική ! βάτε βάτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάτω
γεν-δοτ τοῖν  βάτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βάτος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
βάτος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή בַּת‎ (baṯ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάτος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]