γάμημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάμημα | τα | γαμήματα |
γενική | του | γαμήματος | των | γαμημάτων |
αιτιατική | το | γάμημα | τα | γαμήματα |
κλητική | γάμημα | γαμήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γάμημα ουδέτερο