γέρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γέρμα | τα | γέρματα |
γενική | του | γέρματος | των | γερμάτων |
αιτιατική | το | γέρμα | τα | γέρματα |
κλητική | γέρμα | γέρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέρμα < γέρνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέρμα ουδέτερο
- η ώρα που ο ήλιος γέρνει, το ηλιοβασίλεμα, η δύση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γέρμα
|