γήπεδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γήπεδο τα γήπεδα
      γενική του γηπέδου
γήπεδου
των γηπέδων
    αιτιατική το γήπεδο τα γήπεδα
     κλητική γήπεδο γήπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γήπεδο τένις

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γήπεδο < γη + πεδ- (βλέπε πεδίο, πεδιάδα)
γήπεδο < προέρχεται από το αρχαίο ρήμα καταγείῳ < κατά + γῇ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝi.pe.ðo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γήπεδο ουδέτερο

  1. μεγάλη επίπεδη έκταση γης
  2. (αθλητισμός) χώρος διεξαγωγής ομαδικών αθλημάτων

Υποκοριστικά

[επεξεργασία]
  • γηπεδάκι

Μεγεθυντικά

[επεξεργασία]
  • γηπεδάρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]