γίββωνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γίββωνας | οι | γίββωνες |
γενική | του | γίββωνα | των | γίββωνων |
αιτιατική | τον | γίββωνα | τους | γίββωνες |
κλητική | γίββωνα | γίββωνες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/4/4c/Hylobates_lar_pair_of_white_and_black_02.jpg/220px-Hylobates_lar_pair_of_white_and_black_02.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γίββωνας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ γίββωνας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)