γαβριάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαβριάς | οι | γαβριάδες |
γενική | του | γαβριά | των | γαβριάδων |
αιτιατική | τον | γαβριά | τους | γαβριάδες |
κλητική | γαβριά | γαβριάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαβριάς < γαλλική gavroche < Gavroche (ένας από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Βίκτωρος Ουγκώ οι Άθλιοι· με παρετυμολόγηση / επιρροή από την αρχαία ελληνική λέξη γαυριῶ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαβριάς αρσενικό
- (σπάνιο) (παρωχημένο) έξυπνο παιδάκι που τριγυρίζει
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Gavroche στη γαλλική Βικιπαίδεια