γαμομέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαμομέρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fucking + day
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαμομέρα θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Κ. Χριστοπούλου, Ρ. Παπαδοπούλου και Γ.Ι. Ξυδόπουλος (Παν/μιο Πατρών), «Οι αγγλισμοί στη ΝΕ: η περίπτωση του Περιθωριακού Λεξιλογίου» [περίληψη ανακοίνωσης στην 37η Ετήσια Συνάντηση Εργασίας του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, Μάιος 2016], www.lit.auth.gr· πρόσβαση: 2019-09-09.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαμομέρα
|