γαμομέρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαμομέρα οι γαμομέρες
      γενική της γαμομέρας των γαμομερών
    αιτιατική τη γαμομέρα τις γαμομέρες
     κλητική γαμομέρα γαμομέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαμομέρα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fucking + day

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαμομέρα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]