δάγκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δάγκωμα < δαγκώνω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δάγκωμα και δάγκαμα ουδέτερο
- η ενέργεια του δαγκώνω
- έπαθε λύσσα από δάγκωμα σκύλου
- (μεταφορικά) μια σύντομη αλλά ισχυρή οδυνηρή αίσθηση
- την περίμενε και, κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ένιωθε ένα δάγκωμα στην καρδιά