δάκνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δάκνω 
Παρατατικός  ἔδακνον 
Μέλλοντας  δήξομαι 
Αόριστος  ἔδακον 
Παρακείμενος  δέδηχα 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδήχειν 
Συντελ.Μέλλ.

δάκνω, μέσο-παθητικό: δάκνομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]