δάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάκος οι δάκοι
      γενική του δάκου των δάκων
    αιτιατική τον δάκο τους δάκους
     κλητική δάκε δάκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάκος < αρχαία ελληνική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈða.kos/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάκος αρσενικό

  • (έντομο) (Bactrocera oleae) δίπτερο παρασιτικό έντομο που προσβάλλει τον καρπό της ελιάς και καταστρέφει την παραγωγή

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]