δάμασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δάμασμα τα δαμάσματα
      γενική του δαμάσματος των δαμασμάτων
    αιτιατική το δάμασμα τα δαμάσματα
     κλητική δάμασμα δαμάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάμασμα < μεσαιωνική ελληνική δάμασμα < αρχαία ελληνική δαμάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάμασμα ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]